Κώστας Τζαβάρας: Είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητούμε την αλήθεια (Συνέντευξη στο Φιλελεύθερο και τον Γαβριήλ Χ. Σερέτη)

Σάββατο, 21 Σεπτεμβρίου 2019

Την πεποίθηση ότι η Βουλή δεν μπορεί να αναπέμψει την υπόθεση Παπαγγελόπουλου στη Δικαιοσύνη, χωρίς να παραλείψει να εκπληρώσει την εξαιρετική δικαστική αρμοδιότητα που έχει για τα υπουργικά εγκλήματα, εκφράζει ο πρώην υπουργός Κώστας Τζαβάρας. Σημειώνοντας με νόημα τη θέση της πλειοψηφίας, σύμφωνα με την οποία η διερεύνηση για όλα τα αδικήματα που συντελέστηκαν και για όλα τα πρόσωπα που ενεπλάκησαν σ’ αυτή τη σκοτεινή υπόθεση, θα φτάσει μέχρι τέλους.

Ο βουλευτής Ηλείας της Ν.Δ. και μέλος της Επιτροπής για την Αναθεώρηση του Συντάγματος με τη συνέντευξη του στον «Φ» υπογραμμίζει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης δεν πρέπει να συσχετιστεί με τη πρώτιστη ανάγκη εξεύρεσης συναινέσεων στα μείζονα ζητήματα της αναθεώρησης του Συντάγματος και του εκλογικού νόμου.

Γνωρίζουμε την θέση σας ότι προέχουν τα στοιχεία και οι αποδείξεις. Είναι, όμως, δυνατόν, ρωτά ο απλός πολίτης, ο κ. Παπαγγελόπουλος να ενεργούσε μόνος του;

Για ένα θέμα που η ίδια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε αναδείξει ως κορυφαίο “σκάνδαλο”; Το ρωτώ διότι, μεταξύ άλλων, όλοι θυμόμαστε πως οι γνωστές δηλώσεις του πρώην αναπληρωτή υπουργού, έγιναν κάτω από τις νεραντζιές του Μαξίμου, μετά από σύσκεψη- ενημέρωση του πρώην Πρωθυπουργού για τη δικογραφία.

Το ερώτημα είναι εύλογο και ως εκ τούτου δικαιούται οποιοσδήποτενα απορεί πως είναι δυνατόν ως πρωθυπουργός ο κ. Τσίπρας να αγνοούσετουςποινικά επιλήψιμουςχειρισμούςστο χώρο της Δικαιοσύνης, που αποδίδονται στον υπουργό του. Όμωςμόνο λογικές απορίες και εύλογα συμπεράσματα δεν αρκούν για να εμπλέξουν κάποιον σε μια ποινική υπόθεση.

Η αρχή της νομιμότητας, υπό τη μορφή της θετικότητας και της ασφάλειας του δικαίου που επικρατεί στο χώρο του ποινικού δικαίου, αποτελεί θεσμική εγγύηση για το ότι κανένας στη χώρα μας δεν επιτρέπεται να εμπλακεί σε ποινική διαδικασία μόνο με βάση λογικές υπόνοιες. Χρειάζονται στοιχεία, έστω με τη μορφή των απλών ενδείξεων που κατά κάποιο τρόπο αποτελούν ατελείς αποδείξεις. Σε αντίθετη εκδοχή θα επιστρέφαμε στο καθεστώς των «ποινών υπονοίας», που ίσχυσε στη Πρωσία το 1754 επί Φρειδερίκου του Μεγάλου, όταν και χωρίς αποδείξεις κάποιος καταδικαζόταν, γιατί στο πρόσωπο του συγκέντρωνε απλές και μόνο υποψίες εμπλοκής στη διάπραξη ενός εγκλήματος.

Επομένως, είμαστε υποχρεωμένοι σε κάθε ποινική περίπτωση να αναζητούμε την αλήθεια των γεγονότων, δηλαδή του τι πραγματικά έχει γίνει σε μια υπό έρευνα περίπτωση και όχι του τι θα ήταν λογικά δυνατό να έχει συμβεί. Ανεξαρτήτως, όμως, τούτων η ποινική εμπλοκή του κ. Τσίπρα στη συγκεκριμένη υπόθεση, ακόμη και με λογικές υπόνοιες, είναι αδιανόητη γιατί προσκρούει στον προβληματικό χαρακτηρισμό του τρόπου της πιθανής συμμετοχής του στη διάπραξη των εγκλημάτων που αποδίδονται στον υπουργό του. Θα μπορούσε δηλαδή να χαρακτηριστεί ως ηθικός αυτουργός ηθικού αυτουργού (αλυσιδωτή ηθική αυτουργία), σε έγκλημα που διαπράχθηκε από μη πολιτικά πρόσωπα. Για τη σχέση όμως αυτή δεν έχει αναφερθεί οποιοδήποτε στοιχείο.

Έχει η Βουλή την αρμοδιότητα να διερευνήσει σε βάθος την υπόθεση ή αυτό είναι δουλειά της Δικαιοσύνης, στην οποία, με τη σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου, πρέπει να επιστρέψει ο φάκελος;

Ως γνωστόν, η Βουλή επιλαμβάνεται της υποθέσεως αυτής ύστερα από σχετική απόφαση της δικαιοσύνης. Η απόφαση της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ενσωματωμένη στο διαβιβαστικό έγγραφο, με το οποίο ο αντιεισαγγελέας κ. Ζαχαρής διαβιβάζει στη Βουλή τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, μαζί με τα υπάρχοντα στοιχεία, για να ασκήσει η Βουλή τις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα, το Νόμο και το Κανονισμό της Βουλής αρμοδιότητές της. Δηλαδή, να ερευνήσει με τη σύσταση και τη συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης του άρθρου 86 του Συντάγματος εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του κ. Παπαγγελόπουλου ή όποιου άλλου έχει συμμετάσχει στις πράξεις που του αποδίδονται.

Η δικαιοσύνη επομένως ήδη έχει αποφασίσει ότι οποιαδήποτε προηγούμενη έρευνα χρειαστείγια την άσκηση της ποινικής δίωξης, σε όλο το βάθος και το εύρος που επιβάλλεται, ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Βουλής. Επιστροφή της υπόθεση στη δικαιοσύνημπορεί να γίνει μόνο υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 86 του Συντάγματος, τα άρθρα 1 έως 4 του Ν. 3126/2003 περί ΠοινικήςΕυθύνης Υπουργών και τα άρθρα 153 και επόμενα του Κανονισμού της Βουλής.Υπό ταδεδομένα αυτά δυσκολεύομαι να κατανοήσω με ποιο νόμιμο τρόπο μπορεί η Βουλή να αναπέμψει την υπόθεση στηδικαιοσύνη, χωρίς να παραλείψει να εκπληρώσει την εξαιρετική δικαστική αρμοδιότητα που έχει για τα υπουργικά εγκλήματα, όταν μάλιστα ο Γ.Γ. της Κ.Ο. της Ν.Δ. σε χτεσινή του δήλωση διαβεβαίωσε ότι η διερεύνηση για όλα τα αδικήματα που συντελέστηκαν και για όλα τα πρόσωπα που ενεπλάκησαν σ’ αυτή τη σκοτεινή υπόθεση, θα φτάσει μέχρι τέλους.

Πως θα μπορούσε να διαχωριστεί η διερεύνηση της υπόθεσης ώστε να λάμψει η αλήθεια, από την επίσης πρώτιστη ανάγκη εξεύρεσης συναινέσεων στα μείζονα ζητήματα της αναθεώρησης του Συντάγματος και του εκλογικού νόμου;

Δεν χρειάζεται καμία προσπάθεια για ένα τέτοιο διαχωρισμό, αφού αφ’ εαυτών τα δύο ζητήματα κινούνται και εξελίσσονται σε διαφορετικές «πίστες». Το μεν πρώτο αναφέρεται στην εξαιρετική λειτουργία της Βουλής ως αποκλειστικού κρατικού φορέα άσκησης της ποινικής δίωξης κατά των υπουργών και υφυπουργών, για εγκλήματα που έχουν διαπράξει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (άρθρο 86 του Συντάγματος), το δε δεύτερο αναφέρεται στην κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 110 του Συντάγματος).
 

Facebook Twitter Flickr Youtube Rss
Created by e-dinet