Ανοικτή και ανεπίδοτη επιστολή του βουλευτή Κώστα Τζαβάρα προς τον υπουργό μιας Παιδείας που δεν είναι πλέον Εθνική

Τετάρτη, 10 Απριλίου 2019

Ως γνωστόν, το 2009 επί κυβερνήσεως του αλήστου μνήμης σοσιαλιστή πρωθυπουργού Γεωργίου Α. Παπανδρέου, το μέχρι τότε και επί σειρά 54 ετών Υπουργείο Εθνικής Παιδείας μετονομάστηκε πανηγυρικά σε Υπουργείο (απλής) Παιδείας. Η μεταβολή αυτή παρά τις έντονες επικρίσεις που δέχτηκε αρχικά από σημαντική μερίδα της εκπαιδευτικής κοινότητας και εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου, κατάφερε τελικά να προβληθεί ως νίκη των «προοδευτικών δημοκρατικών δυνάμεων του τόπου».

Επί της ουσίας όμως, φαίνεται ότι επικράτησε γιατί συμφωνούσε με το πνεύμα του επελαύνοντος λαϊκισμού, που από τότε είχε αρχίσει να μολύνει όχι μόνο τη δημόσια ζωή του τόπου αλλά και ολόκληρη τη κοινωνία, προβάλλοντας ως νέες θεμελιώδεις κοινωνικές σημασίες την απλούστευση, την ευκολία, την αμεσότητα και την άκοπη επιτυχία. Απόδειξη για αυτό αποτελεί το γεγονός ότι, μέχρι και σήμερα που πλέον κυβερνάει τη χώρα ο αριστερός και δεξιός λαϊκισμός, το πρώην Υπουργείο Εθνικής Παιδείας εξακολουθεί να ονομάζεται Υπουργείο (απλής) Παιδείας.

Προφανώς, η μετονομασία αυτή γεφυρώνει ιδεολογικά το σοσιαλιστή Γ.Α. Παπανδρέου και τον αριστερό λαϊκιστή Αλέξη Τσίπρα. Και οι δύο αναγνωρίζουν την ανάγκη απαλλαγής της Παιδείας από κάθε «εθνικό» φορτίο, υιοθετώντας προφανώς τις αντιλήψεις των εθνομηδενιστών, που πιστεύουν ότι η έννοια του έθνους έχει σήμερα ξεπεραστεί και πρέπει να αντικατασταθεί από την έννοια του «πολυπολιτισμικού πλήθους».

Και όμως, κανένας απ’ αυτούς που μάλιστα υπερηφανεύονται για τα δημοκρατικά τους αισθήματα δεν έχει επίγνωση ότι μια τέτοια θεώρηση της εκπαιδευτικής πραγματικότητας παραβιάζει ευθέως το, όντως προοδευτικό και φιλελεύθερο κατά γενική ομολογία, Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, το οποίο στο άρθρο 16 παρ. 2 ορίζει ότι: «σκοπός της Παιδείας (μεταξύ άλλων) είναι η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης».

Κάθε εκπαιδευτική διαδικασία οφείλει να έχει εθνικό έρμα, ώστε να μην καταντήσει ανώφελη και ανούσια ενημέρωση ατόμων χωρίς ιδιότητες. Η Παιδεία πρέπει να μεταβιβάζει κοινωνικές σημασίες με αξιακό φορτίο, που συνδέονται με την πολιτισμική ιδιοπροσωπία του ελληνικού έθνους και όχι με πληροφορίες, που εξυπηρετούν τις ανάγκες επιβίωσης ενός αδιαφοροποίητου πλήθους.

Καμία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, επομένως, δεν θα υπηρετεί τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες του Λαού, εάν δεν αντιμετωπιστεί ως εθνική και όχι ως κομματική ή τοπική υπόθεση. Από τον κανόνα αυτό δεν πρόκειται να ξεφύγει ούτε ο «κοσμοπολίτης» υπουργός Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ κ. Κ. Γαβρόγλου, ο οποίος τους τελευταίους μήνες προσπαθεί να αναμορφώσει τον ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας μέσω ενός «μεγαλόπνοου» σχεδίου συγχώνευσης των Τ.Ε.Ι. στα Πανεπιστήμια. Η προσπάθεια του θα αποβεί άγονη και επεισοδιακή γιατί δεν κατανέμει τις νέες σχολές που δημιουργούνται από το εγχείρημα αυτό με εθνικά, κοινωνικά και ακαδημαϊκά κριτήρια, αλλά ως ευκαιρία για την ενίσχυση της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ στις προσεχείς εκλογές.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ίδρυση Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας στο Αγρίνιο και όχι στην Αρχαία Ολυμπία, γιατί προφανώς υπερισχύει το κριτήριο της πίεσης του αντιπροέδρου της Βουλής και βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Βαρεμένου, σε σχέση με το εθνικό κριτήριο της αξιοποίησης της φήμης που έχει αποκτήσει σε όλον τον κόσμο το επιστημονικό έργο και η πείρα της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής, που από το έτος 1875 και συνεχώς μέχρι σήμερα πραγματοποιεί ανασκαφές στον ιερό χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας.

Αλλά και καμία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν πρόκειται να επιτύχει εάν εκδηλωθεί ως αποτέλεσμα κρατικής επιβολής που στραγγαλίζει το αυτοδιοίκητο των Α.Ε.Ι. της χώρας.  Εάν αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως προνόμιο της πολιτικής βούλησης και ως συνέπεια άσκησης της κρατικής εξουσίας επί των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, που δεν αφήνει περιθώρια στηνακαδημαϊκή ελευθερία. Ο κ. Γαβρόγλου όμως, ως ανυποχώρητος οπαδός της ιδεολογίας του κρατισμού, είναι μέλος της οπισθοδρομικής κομπανίας των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας που τάσσονται αναφανδόν υπέρ του ασφυκτικού κρατικού έλεγχου επί των Α.Ε.Ι.. Αδιαφορούν και δεν συμμετέχουν στις προσπάθειες, με τις οποίες ο πολιτισμένος κόσμος διερωτάται σήμερα για το μέλλον του πανεπιστημίου ως θεσμού και οραματίζεται το πανεπιστήμιο του μέλλοντος.

Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια που χρησιμοποίησε το 1998 ο Ζακ Ντερριντά, στην περιώνυμη πια διάλεξη του στο Στάνφορντ με τίτλο «Για ένα Πανεπιστήμιο άνευ όρων», που την επανέλαβε στις 2 Ιουνίου 1999 στην Αθήνα και ένα χρόνο μετά στηΦρανκφούρτη, προσκεκλημένος του Γ. Χάμπερμας: «Επειδή το πανεπιστήμιο είναι ξένο προς την εξουσία, επειδή είναι ετερογενές προς την αρχή της εξουσίας, είναι επίσης χωρίς προσίδια εξουσία. Γι’ αυτό και μιλάμε εδώ για το πανεπιστήμιο άνευ όρων. […] Επειδή είναι απολύτως ανεξάρτητο, το πανεπιστήμιο είναι επίσης ένα εκτεθειμένο προπύργιο. […] Επειδή δεν δέχεται να του θέτουν όρους, ενίοτε αναγκάζεται – αναιμικό, αφηρημένο – να παραδοθεί επίσης άνευ όρων».

Ευτυχώς που με τη χτεσινή της απόφαση η Σύγκλητος του Παν. Πατρών δεν δέχτηκε τους όρους της κρατικής εξουσίας, που εκφράζονται μέσα από το νομοσχέδιο Γαβρόγλου για τη συγχώνευση των Τ.Ε.Ι. Δυτικής Ελλάδος με το Παν. Πατρών και αρνήθηκε να παραδοθεί άνευ όρων στο κράτος του ΣΥΡΙΖΑ.
 

Facebook Twitter Flickr Youtube Rss
Created by e-dinet